οφθαλμικός

οφθαλμικός
η , ό глазной;

οφθαλμικά νοσήματα — заболевания глаз, глазные болезни


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "οφθαλμικός" в других словарях:

  • ὀφθαλμικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οφθαλμικός — ή, ὁ (Α ὀφθαλμικός, ή, όν) [οφθαλμός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους οφθαλμούς («οφθαλμική αρτηρία») νεοελλ. φρ. α) «οφθαλμικός κόγχος» κοιλότητα τού κρανίου μέσα στην οποία βρίσκεται ο οφθαλμικός βολβός β) «οφθαλμικός βολβός» το σφαιρικό… …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μάτι (οφθαλμός): Οφθαλμικές παθήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ὀφθαλμικά — ὀφθαλμικός of neut nom/voc/acc pl ὀφθαλμικά̱ , ὀφθαλμικός of fem nom/voc/acc dual ὀφθαλμικά̱ , ὀφθαλμικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμικῶν — ὀφθαλμικός of fem gen pl ὀφθαλμικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμικόν — ὀφθαλμικός of masc acc sg ὀφθαλμικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμικαῖς — ὀφθαλμικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμικαί — ὀφθαλμικός of fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμικοῖς — ὀφθαλμικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμικοί — ὀφθαλμικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀφθαλμικοῦ — ὀφθαλμικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»